- ἐναποκλύζω
- ἐναπο-κλύζω, in [voice] Pass.,A to be stirred about in,
τινί Dsc.3.34
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Dsc.3.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποκλύζω — ἐναποκλύζω (Α) αποπλύνω κάτι με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἐναποκλυζόμενον — ἐναποκλύζω to be stirred about in pres part mp masc acc sg ἐναποκλύζω to be stirred about in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποκλυσθέντων — ἐναποκλύζω to be stirred about in aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek